μυρσινέλαιο(ν)
Смотреть что такое "μυρσινέλαιο(ν)" в других словарях:
μυρσινέλαιο — το (Α μυρσινέλαιον) λάδι το οποίο εξάγεται από τα φύλλα τής μυρσίνης, μυρτέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη + ἔλαιον] … Dictionary of Greek
μυρτέλαιο — το χημ. αιθέριο έλαιο το οποίο λαμβάνεται με απόσταξη από τα φύλλα του φυτού μύρτος η κοινή, με αρωματική οσμή και γεύση και αντισηπτικές ιδιότητες, αλλ. μυρσινέλαιο, μυρτόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτο + έλαιο] … Dictionary of Greek
μυρτόλη — η μυρσινέλαιο, μυρτέλαιο … Dictionary of Greek